- συνθεσίδιον
- συν-θεσίδιον, τό, Dim. of sq. IV,A gown, PGiss.21.8 (ii A.D.), Stud.Pal.20.41.5 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνθεσίδιον — τὸ, Α (με υποκορ. σημ.) μικρό ένδυμα, μικρό φόρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνθεσις + υποκορ. επίθημα ίδιον (πρβλ. βαρ ίδιον)] … Dictionary of Greek